δακτυλος

δακτυλος
    δάκτυλος
    δάκτῠλος
    ὅ
    1) палец
    

(μέγας = ἀντίχειρ Her., Arst.; μέσος Arst.; σμικρότατος Plat. или ἔσχατος Arst.; οἱ τῶν ποδῶν δάκτυλοι Xen., Arst.; δάκτυλοι τῶν καμήλων, ὀρνίθων, σαυρῶν Arst.)

    ἐπ΄ ἄκρων τῶν δακτύλων Arst. — на цыпочках

    2) дактиль (наименьшая мера длины, у греков = 19.3 мм) Her., Arst.
    3) перен. мгновение, миг
    

(δ. ἀώς, sc. ἐστι Anth.)

    4) финик
    

(τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst.)

    5) стих. дактиль (стопа _UU) Arph.
    6) стих. дактилический размер или стих Plat., Plut.
    7) pl. δάκτυλοι Ἰδαῖοι Diod. дактили горы Ида, т.е. жрецы Кибелы

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δακτυλος" в других словарях:

  • δάκτυλος — finger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — ο βλ. δάχτυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτύλοις — δάκτυλος finger masc dat pl δάκτυλος finger neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλοισι — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλοισιν — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλω — δάκτυλος finger masc nom/voc/acc dual δάκτυλος finger masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλων — δάκτυλος finger masc gen pl δάκτυλος finger neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλοιν — δάκτυλος finger masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλου — δάκτυλος finger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλους — δάκτυλος finger masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»